Η Volkswagen χρησιμοποιεί διπλό ψεκασμό AdBlue στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων των κινητήρων diesel, επιτυγχάνοντας μείωση των οξειδίων του αζώτου σε ποσοστό περίπου 80%.
Μετά την πρώτη χρήση της νέας τεχνολογίας στο Passat, τώρα και στο νέο Golf2.0 TDI 150PSDSG.
Στα τελευταίας γενιάς πετρελαιοκίνητα μοντέλα της, η Volkswagen πετυχαίνει μείωση εκπομπής ρύπων NOx σε ποσοστό περίπου 80%, κάτι που επιβεβαίωσαν σχετικές μετρήσεις σε πραγματικές συνθήκες. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στην τεχνολογία ψεκασμού διπλής δόσης AdBlue, μιας καινοτομίας που εξέλιξε η γερμανική μάρκα και πρωτοπαρουσίασε στο νέο Passat, πριν περίπου ένα χρόνο. Πλέον και το νέο Golf2.0 TDISCR 150 PSDSG προσφέρει τη συγκεκριμένη τεχνολογία.
Ήδη από το 2018, η Volkswagen χρησιμοποιούσε στα πετρελαιοκίνητα μοντέλα της μόνο συστήματα επεξεργασίας καυσαερίων SCR, λύση που ακολουθούσαν και άλλοι κατασκευαστές. Η συγκεκριμένη τεχνολογία, Selective Catalytic Reduction ή επιλεκτική καταλυτική μείωση, περιορίζει σημαντικά τα οξείδια του αζώτου στα καυσαέρια. Πλέον η Volkswagen έχει εξελίξει και εφαρμόζει το επόμενο στάδιο του συστήματος SCR - τη λεγόμενη διπλή δόση ή δίδυμη παροχή. Χρησιμοποιείται και πάλι Adblue, το οποίο όμως ψεκάζεται πριν από δύο καταλύτες SCR, οι οποίοι είναι διαταγμένοι σε σειρά και σε σχετική απόσταση μεταξύ τους. Το σύστημα είναι τόσο εντυπωσιακά αποτελεσματικό, που τα μοντέλα εξοπλισμένα με αυτό υπερκαλύπτουν ήδη τις μελλοντικές αυστηρές προδιαγραφές εκπομπής ρύπων Euro 6d.
Η τεχνολογική υλοποίηση της ιδέας είναι απλή αλλά θεαματικά αποτελεσματική. Η διαδικασία της διπλής δόσης απαιτεί ένα δεύτερο καταλυτικό μετατροπέα SCR, ο οποίος βρίσκεται στο κάτω μέρος του οχήματος. Δεδομένης της μεγαλύτερης απόστασης από τον κινητήρα, η διαφορά θερμοκρασίας των καυσαερίων ανάμεσα στους δύο καταλύτες μπορεί να είναι και 100° C. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διευρύνεται το εύρος θερμοκρασίας στο οποίο γίνεται επεξεργασία των καυσαερίων.
Η καινοτόμος διαδικασία της διπλής παροχής αντισταθμίζει ένα μειονέκτημα των κινητήρων πετρελαίου, τη δημιουργία οξειδίων του αζώτου, κάτι που οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας τους. Οι σύγχρονοι κινητήρες ντίζελ εκπέμπουν μεν λιγότερο CO2 από τους βενζινοκινητήρες, γιατί το πετρέλαιο έχει μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση και η διαδικασία καύσης είναι πιο αποτελεσματική, έχουν ωστόσο ειδικές απαιτήσεις, καθώς η καύση πραγματοποιείται με περίσσεια αέρα. Το κύριο συστατικό του αέρα είναι το άζωτο και αυτό αντιδρά με το οξυγόνο κατά την καύση, σχηματίζοντας οξείδια του αζώτου. Για τη μείωση των οξειδίων του αζώτου απαιτείται αμμωνία, η οποία ψεκάζεται ως διάλυμα (AdBlue) στα καυσαέρια και σε συγκεκριμένη δοσολογία πριν από τον καταλυτικό μετατροπέα SCR. Το διάλυμα εξατμίζεται, δημιουργείται χημική ένωση με τον ατμό και σχηματίζεται αμμωνία. Στη συνέχεια η αμμωνία (NH3) αντιδρά με τα οξείδια του αζώτου (NOx) πάνω στην ειδική επίστρωση του καταλυτικού μετατροπέα SCR και ως προϊόντα προκύπτουν νερό και αβλαβές άζωτο (N2), το κύριο συστατικό του αέρα που αναπνέουμε.
Στα υφιστάμενα συστήματα επεξεργασίας καυσαερίων ο καταλύτης SCR, τοποθετημένος κοντά στον κινητήρα μεταξύ του υπερσυμπιεστή και του καταλυτικού μετατροπέα οξείδωσης πετρελαίου, είναι αποδοτικός ακόμα και σε κρύο ξεκίνημα, με ιδανικό εύρος λειτουργίας 220°C- 350°C, με τις συνθήκες αυτές να πληρούνται σε πολλές καταστάσεις λειτουργίας. Η υιοθέτηση του συστήματος διπλής δόσης, με τη χρήση ενός επιπλέον καταλύτη SCR, εξασφαλίζει ότι η διάσπαση των NOx θα συνεχιστεί σε μεγαλύτερο εύρος θερμοκρασιών, ακόμα και όταν ο κινητήρας λειτουργεί με μεγάλο φορτίο και πολλές στροφές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, η οδήγηση με μεγάλες ταχύτητες στον αυτοκινητόδρομο καθώς και όταν το αυτοκίνητο κινείται σε ανηφόρα, ειδικά αν είναι πλήρως φορτωμένο ή ρυμουλκεί τρέιλερ.